Αυτός που δεν ήξερε τι ήθελε


Κοινωνικός, χαρούμενος, μελαγχολικός μα νέος. Γνώριζε τον ήχο των πουλιών. Μιλούσε την γλώσσα του ήλιου. Δεν φορούσε παπούτσια και έλεγε συχνά ιστορίες. Όλοι τον ξέρανε με το όνομά του. Μα κανένας δεν τον γνώριζε αληθινά.
Ώσπου σταμάτησε να αναλώνεται με τον κόσμο. Άνοιγε το στόμα του μονάχα για να φάει. Ώσπου ξέχασε το όνομα του και ξέχασε επίσης τι ήθελε. Το είχε ανάκγκη μα δεν το ήθελε πιά. Δεν το θυμόταν. Κι ούτε όρεξη είχε.